Dictionary of Greek. 2013.
ορθολέκτης — ὀρθολέκτης, ό, θηλ. ὀρθολέκτρια (Μ) αυτός που εκφράζεται σωστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + λέκτης (< λέγω)] … Dictionary of Greek